ΧΥΤΑ ΑΧΑΙΑΣ

φωτογραφιες

2.12.08

Δεκ. 2008: Η δια­χρο­νι­κό­τη­τα και το «τέ­λος;» του Α­με­ρι­κα­νι­κού ο­νεί­ρου


Η πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση έ­χει δώ­σει α­φορ­μή για α­τε­λεί­ω­τες και πολ­λά­κις αλ­λη­λο­συ­γκρουό­με­νες συ­ζη­τή­σεις, για τη θε­ω­ρί­α τού «Αμε­ρι­κα­νι­κού ο­νεί­ρου». Αν δηλ. βρι­σκό­μα­στε στο τέ­λος του οι­κο­νο­μι­κού η­γεμο­νι­σμού και της «ευ­δαι­μο­νί­ας» των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών τής Α­με­ρι­κής ή μια α­κό­μα κρί­ση ό­πως ε­κεί­νη του 1929 με το με­γά­λο «Κραχ», οι ε­πιπτώ­σεις του ο­ποί­ου για τις Η­ΠΑ ή­ταν: 12.000.000 άνερ­γοι. 12.000 έ­χα­ναν τη δου­λειά τους κά­θε μέ­ρα. 20.000 ε­πι­χει­ρή­σεις κή­ρυ­ξαν πτώ­χευ­ση. 1.616 τρά­πε­ζες πτώ­χευ­σαν. 1 στους 20 γε­ωρ­γούς ξε­σπι­τώ­θη­καν. 23.000 αυ­το­κτο­νίες ση­μειώ­θη­καν σ’ έ­να χρό­νο, α­ριθ­μός ρε­κόρ!  Στις γραμ­μές που α­κο­λου­θούν ε­πι­χει­ρεί­ται μί­α προ­σέγ­γι­ση τού «ο­νεί­ρου» κα­τά τα χρό­νια της μα­ζι­κής με­τα­νά­στευ­σης των αρχών τού 20ου αιώ­να ό­πως αυ­τή κα­τα­γρά­φε­ται στο βι­βλί­ο τού Κώ­στα Ρό­ζου «Αρ­με­νί­ζο­ντας προς το Α­με­ρι­κα­νι­κό ό­νει­ρο…»

Έ­να ό­νει­ρο βα­θιά ­ρι­ζω­μέ­νο...
Ε­κα­το­ντά­δες ή­ταν οι συ­μπα­τριώ­τες μας, που, πριν 100 χρό­νια πε­ρί­που, ξε­κί­νη­σαν έ­να με­γά­λο τα­ξί­δι σχε­δόν προς το ά­γνω­στο, α­να­ζη­τώ­ντας έ­να κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο γι’ αυ­τούς και τις οι­κο­γέ­νειές τους, ε­κεί­να τα δύ­σκο­λα χρό­νια.
Η α­πό­φα­ση για το ξε­νι­τε­μό ή­ταν δύ­σκο­λη, αλ­λά η α­νά­γκη ξε­περ­νού­σε το φό­βο του α­γνώ­στου. Η οι­κο­γέ­νεια, ύ­στε­ρα α­πό με­γά­λη σκέ­ψη εί­χε α­πο­φα­σί­σει. Το χω­ριό, εί­χε α­πο­φα­σί­σει. Την άλ­λη μέ­ρα το πρω­ί μια πα­ρέ­α, άλ­λο­τε μι­κρή, άλ­λο­τε με­γα­λύ­τε­ρη, θα ξε­κι­νού­σε για τη “γη της ε­παγ­γε­λί­ας”. Έ­τσι του­λά­χι­στον τους έ­λε­γαν κά­ποιοι που …ή­ξε­ραν την Α­με­ρι­κή. Άλ­λω­στε δεν εί­χαν δια­φο­ρε­τι­κή ε­πι­λο­γή.
Μια - δυο ώ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο α­πό το χω­ριό και σε λί­γο α­νέ­βαι­ναν στο τρέ­νο. Πολ­λοί α­πό αυ­τούς για πρώ­τη φο­ρά έ­μπαι­ναν σ’ έ­να τέ­τοιο “ό­χη­μα”. Οι γνω­στές σκη­νές του α­πο­χαι­ρε­τι­σμού στους σταθ­μούς της Αι­γεί­ρας και της Α­κρά­τας, τα δά­κρυα, έ­να φευ­γα­λέο βλέμ­μα σε γνώ­ρι­μα πρό­σω­πα, μέ­χρι το το­πί­ο να κα­λυ­φθεί α­πό τον πυ­κνό κα­πνό της α­τμο­μη­χα­νής, που τρα­βού­σε για την Πά­τρα. Tα­ξι­δεύ­ο­ντας, μέ­σα α­πό τους μι­κρούς παρ­α­λια­κούς οι­κι­σμούς της Α­χα­ΐ­ας, εί­χαν αρ­κε­τή ώ­ρα στη διά­θε­σή τους για να πλά­σουν με τη φα­ντα­σί­α τους την ά­γνω­στη νέ­α πα­τρί­δα, που θα τους υ­πο­δε­χό­ταν σε τρεις – τέσ­σα­ρες βδο­μά­δες.
Εί­χαν α­κού­σει για την πλού­σια χώ­ρα πέ­ρα α­πό τον Α­τλα­ντι­κό. Όμως, οι ει­κό­νες που προ­σπα­θού­σε να δη­μιουρ­γή­σει το μυα­λό τους ή­ταν πο­λύ φτω­χές, ώ­στε να μπο­ρέ­σουν να “δουν” τι θα συ­να­ντού­σαν ε­κεί. Η Πά­τρα, με το λι­μά­νι της, φά­ντα­ζε με­γα­λού­πο­λη και σε συν­δυα­σμό με τη θέ­α των “γι­γα­ντιαί­ων” α­τμό­πλοιων, που πε­ρί­με­ναν το με­γά­λο ε­κεί­νο αν­θρώ­πι­νο πο­τά­μι, τους έ­κα­νε να ο­νει­ρεύ­ο­νται πράγ­μα­τα, που δεν τα χώ­ρα­γε ο νους.
Κα­νείς φυ­σι­κά α­πό αυ­τούς τους κα­λο­προ­αί­ρε­τους “τυ­χο­διώ­κτες” της ευ­τυ­χί­ας δε γνώ­ρι­ζε την έν­νοια και τη ση­μα­σί­α του λε­γό­με­νου “Α­με­ρι­κα­νι­κού ο­νεί­ρου”, α­φού το μό­νο που λα­χτα­ρού­σαν ή­ταν ν’ α­πο­κτή­σουν ό­σα εί­χαν στε­ρη­θεί. Χρή­μα­τα, πλού­σιο φα­γη­τό, σπί­τι με α­νέ­σεις, ό­μορ­φα ρού­χα, “κοι­νω­νι­κή” κα­τα­ξί­ω­ση. Αυ­τό α­κρι­βώς, δη­λα­δή, που σή­μαι­νε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τή η φρά­ση. 
Το “Α­με­ρι­κα­νι­κό ό­νει­ρο” ή­ταν η ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες της Α­με­ρι­κής “φι­λο­σο­φί­α”, που θε­ω­ρού­σε ό­τι μέ­σω της σκλη­ρής ερ­γα­σί­ας, του θάρ­ρους και της α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τας, ο ο­ποιοσ­δή­πο­τε μπο­ρεί να “α­πο­κτή­σει” την ευ­η­με­ρί­α (ο ο­ρι­σμός αυ­τός συν­δέ­ε­ται συ­χνά με την η­θι­κή των Δια­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων – Προ­τε­στα­ντών). Με άλ­λα λό­για, αυ­τές ή­ταν οι α­ξί­ες των πρω­το­πό­ρων με­τα­να­στών, που διέ­σχι­σαν πρώ­τοι τις α­με­ρι­κα­νι­κές πε­διά­δες προ­ερ­χό­με­νοι α­πό τη γη­ραιά ή­πει­ρο.
Το τι ση­μαί­νει τε­λι­κά το “Α­με­ρι­κα­νι­κό ό­νει­ρο” εί­ναι έ­να ε­ρώ­τη­μα, που ση­κώ­νει με­γά­λη συ­ζή­τη­ση. Η ι­στο­ρί­α του και η προ­έ­λευ­σή του ξε­κι­νά α­πό τη ρι­ζι­κή αλ­λα­γή στα μο­ντέ­λα δια­κυ­βέρ­νη­σης και της οι­κο­νο­μί­ας και γε­νι­κά τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση α­πό τα πρό­τυ­πα που υ­πήρ­χαν μέ­χρι τό­τε στον “πα­λαιό κό­σμο”.
Η πρω­τό­γνω­ρη ε­λευ­θε­ρί­α α­φε­νός και η δυ­να­τό­τη­τα για τα­χύ­τα­τη οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή κα­τα­ξί­ω­ση του ερ­γα­ζό­με­νου α­φε­τέ­ρου, προσ­διό­ρι­ζαν έ­να νέ­ο κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο στην πο­λι­τι­κή δο­μή του νέ­ου κρά­τους, που προ­ήλ­θε α­πό τη συ­νέ­νω­ση δε­κά­δων μι­κρών κρα­τι­δί­ων.
Ου­σια­στι­κή συμ­βο­λή στη δια­μόρ­φω­ση της κρα­τι­κής ο­ντό­τη­τας των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών και κατ’ ε­πέ­κτα­ση του “ο­νεί­ρου”, α­πό την πλευ­ρά της πο­λι­τι­κής ε­πι­στή­μης, εί­χαν οι θε­ω­ρί­ες του άγ­γλου φι­λό­σο­φου Τζον Λοκ (1632-1704), ι­δρυ­τή της βρε­τα­νι­κής ε­μπει­ριο­κρα­τί­ας. O Λοκ συ­νό­ψι­σε το Δια­φω­τι­σμό στο εν­δια­φέ­ρον του για τη με­σαί­α τά­ξη, το δι­καί­ω­μα­ στην ε­λευ­θε­ρί­α της συ­νεί­δη­σης και στην ι­διο­κτη­σί­α, στη­ρι­ζό­με­νος στην πί­στη του προς την ε­πι­στή­μη και την ε­μπι­στο­σύ­νη στην “έμ­φυ­τη” κα­λο­σύ­νη της αν­θρω­πό­τη­τας.
Η πο­λι­τι­κή των κυ­βερ­νη­τι­κών ελέγ­χων και των ι­σορ­ρο­πιών, που σκια­γρα­φή­θη­κε στο σύ­νταγ­μα των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών, κα­θο­ρί­στη­κε α­πό τα δι­δάγ­μα­τα του Άγ­γλου φι­λό­σο­φου, ό­πως η α­να­φο­ρά στο δόγ­μα ό­τι “η ε­πα­νά­στα­ση σε με­ρι­κές πε­ρι­στά­σεις εί­ναι ό­χι μό­νο δι­καί­ω­μα αλ­λά και υ­πο­χρέ­ω­ση”. Σύμ­φω­να με τον Λοκ, η α­να­πό­φευ­κτη α­να­ζή­τη­ση της ευ­τυ­χί­ας και της ευ­χα­ρί­στη­σης ό­ταν κα­τευ­θύ­νε­ται λο­γι­κά ο­δη­γεί στη συ­νερ­γα­σί­α, με μα­κρο­πρό­θε­σμο α­πο­τέ­λε­σμα να συ­μπί­πτει η προ­σω­πι­κή ευ­τυ­χί­α και η κοι­νω­νι­κή ευ­η­με­ρία.
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, η ε­πιρ­ρο­ή του Λοκ στη φι­λο­σο­φί­α και την πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­α ή­ταν ση­μα­ντι­κό­τα­τη.
Πέ­ραν ό­μως α­πό τη θε­ω­ρί­α, οι α­να­ξιο­ποί­η­τοι τε­ρά­στιοι φυ­σι­κοί πό­ροι της Α­με­ρι­κής ε­πέ­τρε­ψαν – πά­ντα με λί­γη τύ­χη – τη δη­μιουρ­γί­α ε­πι­κερ­δών ε­πι­χει­ρή­σε­ων.
Η βιο­μη­χα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση έ­φε­ρε τε­ρά­στια κέρ­δη α­πό την εκ­με­τάλ­λευ­ση των με­ταλ­λευ­μά­των, με α­νυ­πο­λό­γι­στο κό­στος για το πε­ρι­βάλ­λον μειώ­νο­ντας δρα­μα­τι­κά, τα με­γά­λα κο­πά­δια α­πό βί­σο­νες, τα δά­ση, αλ­λά και τους ι­θα­γε­νείς Α­με­ρι­κα­νούς (Ιν­διά­νους).
Ε­πί­σης, το κυ­νή­γι του χρυ­σού στην “ά­γρια δύ­ση” έ­λα­βε ε­πι­κές και μυ­θι­κές δια­στά­σεις. Ή­ταν έ­να ση­μα­ντι­κό μέ­ρος του “ο­νεί­ρου”, που συ­νέ­βα­λε στην κα­τά με­γά­λα κύ­μα­τα εί­σο­δο ε­πί­δο­ξων ευ­ρω­παί­ων χρυ­σο­θή­ρων, οι ο­ποί­οι κα­τέ­κλυ­σαν τη χώ­ρα το 18ο και το 19ο αιώ­να.
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, οι Ευ­ρω­παί­οι ήρ­θαν στην Α­με­ρι­κή για να ξε­φύ­γουν α­πό μια ά­σχη­μη ζω­ή με δύ­σκο­λες οι­κο­γε­νεια­κές συν­θή­κες δια­βί­ω­σης. Θέ­λη­σαν ν’ α­γκα­λιά­σουν την υ­πό­σχε­ση της οι­κο­νο­μι­κής α­σφά­λειας και της συ­νταγ­μα­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας, που εί­χαν α­κού­σει ό­τι τό­σο “α­πλό­χε­ρα” τους πα­ρεί­χε το “υ­περ­κρά­τος” των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών.
Μια άλ­λη ο­πτι­κή γω­νί­α της με­τα­να­στευ­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας, ή­ταν και το γε­γο­νός, ό­τι στις αρ­χές του 20ου αιώ­να ση­μα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες βιο­μη­χά­νων έ­γι­ναν το νέ­ο πρό­τυ­πο του “ο­νεί­ρου”. Για πα­ρά­δειγ­μα, πρό­τυ­πο έ­γι­ναν οι με­γά­λοι α­με­ρι­κα­νι­κοί κε­φα­λαιο­κρά­τες της ε­πο­χής, Andrew Carnegie, John D. Rockefeller κ.α. Αυ­τή η γρή­γο­ρη α­πό­κτη­ση με­γά­λου πλού­του έ­δει­χνε το δρό­μο. Το τα­λέ­ντο, η ε­ξυ­πνά­δα, η προ­θυ­μί­α για ε­ξαι­ρε­τι­κά σκλη­ρή ερ­γα­σί­α ή­ταν η εγ­γύ­η­ση, του­λά­χι­στον, για μια μέ­τρια ε­πι­τυ­χί­α.
Η νέ­α πα­τρί­δα έ­δει­χνε τη βα­σι­κή δια­φο­ρά α­πό την πα­λαιά πα­γκό­σμια κοι­νω­νι­κή δο­μή των α­παρ­χαιω­μέ­νων μο­ναρ­χιών και των με­τα­φε­ου­δαρ­χι­κών οι­κο­νο­μιών της Ευ­ρώ­πης, οι ο­ποί­ες κα­τα­πί­ε­ζαν σκλη­ρά την τά­ξη των α­γρο­τών με τα υ­ψη­λά ε­πί­πε­δα φο­ρο­λο­γί­ας α­κρω­τη­ριά­ζο­ντας κά­θε προ­σπά­θεια για α­νά­πτυ­ξη.
Η Α­με­ρι­κή, λοι­πόν, “χτί­στη­κε” α­πό τους κα­τα­πιε­σμέ­νους Ευ­ρω­παί­ους, που ή­σαν συ­νει­δη­τά α­ντί­θε­τοι σε τέ­τοιους πε­ριο­ρι­σμούς. Ε­κεί, θε­ώ­ρη­σαν ό­τι υ­πήρ­χε μια ελ­πί­δα, θο­λή έ­στω, για ι­σό­τη­τα.
Ο Μάρ­τιν Λού­θερ Κιν­γκ μι­λώ­ντας για το α­με­ρι­κα­νι­κό ό­νει­ρο στην πιο ση­μα­ντι­κή ο­μι­λί­α του, εί­χε πει: “Ας μην συ­γκι­νού­μα­στε α­πό την α­πελ­πι­σί­α, φί­λοι μου. Και αν εί­μα­στε α­ντι­μέ­τω­ποι τώ­ρα με τις δυ­σκο­λί­ες του σή­με­ρα και του αύ­ριο, ε­γώ πά­ντα έ­χω έ­να ό­νει­ρο. Εί­ναι έ­να ό­νει­ρο βα­θιά ­ρι­ζω­μέ­νο μέ­σα στο α­με­ρι­κα­νι­κό ό­νει­ρο...”