Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει δώσει αφορμή
για ατελείωτες και πολλάκις αλληλοσυγκρουόμενες συζητήσεις, για τη
θεωρία τού «Αμερικανικού ονείρου». Αν δηλ. βρισκόμαστε στο τέλος του
οικονομικού ηγεμονισμού και της «ευδαιμονίας» των Ηνωμένων Πολιτειών
τής Αμερικής ή μια ακόμα κρίση όπως εκείνη του 1929 με το μεγάλο «Κραχ»,
οι επιπτώσεις του οποίου για τις ΗΠΑ ήταν: 12.000.000 άνεργοι. 12.000 έχαναν
τη δουλειά τους κάθε μέρα. 20.000 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση.
1.616 τράπεζες πτώχευσαν. 1 στους 20 γεωργούς ξεσπιτώθηκαν. 23.000 αυτοκτονίες
σημειώθηκαν σ’ ένα χρόνο, αριθμός ρεκόρ! Στις γραμμές που ακολουθούν
επιχειρείται μία προσέγγιση τού «ονείρου» κατά τα χρόνια της μαζικής
μετανάστευσης των αρχών τού 20ου αιώνα όπως αυτή καταγράφεται στο βιβλίο
τού Κώστα Ρόζου «Αρμενίζοντας προς το Αμερικανικό όνειρο…»
Εκατοντάδες ήταν οι συμπατριώτες μας, που, πριν
100 χρόνια περίπου, ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι σχεδόν προς το άγνωστο,
αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους,
εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Η απόφαση για το ξενιτεμό ήταν δύσκολη, αλλά η ανάγκη
ξεπερνούσε το φόβο του αγνώστου. Η οικογένεια, ύστερα από μεγάλη σκέψη
είχε αποφασίσει. Το χωριό, είχε αποφασίσει. Την άλλη μέρα το πρωί
μια παρέα, άλλοτε μικρή, άλλοτε μεγαλύτερη, θα ξεκινούσε για τη “γη
της επαγγελίας”. Έτσι τουλάχιστον τους έλεγαν κάποιοι που …ήξεραν την
Αμερική. Άλλωστε δεν είχαν διαφορετική επιλογή.
Μια - δυο ώρες ποδαρόδρομο από το χωριό και σε λίγο
ανέβαιναν στο τρένο. Πολλοί από αυτούς για πρώτη φορά έμπαιναν σ’ ένα
τέτοιο “όχημα”. Οι γνωστές σκηνές του αποχαιρετισμού στους σταθμούς της
Αιγείρας και της Ακράτας, τα δάκρυα, ένα φευγαλέο βλέμμα σε γνώριμα πρόσωπα,
μέχρι το τοπίο να καλυφθεί από τον πυκνό καπνό της ατμομηχανής, που
τραβούσε για την Πάτρα. Tαξιδεύοντας, μέσα από τους μικρούς παραλιακούς
οικισμούς της Αχαΐας, είχαν αρκετή ώρα στη διάθεσή τους για να πλάσουν
με τη φαντασία τους την άγνωστη νέα πατρίδα, που θα τους υποδεχόταν
σε τρεις – τέσσαρες βδομάδες.
Είχαν ακούσει για την πλούσια χώρα πέρα από τον Ατλαντικό.
Όμως, οι εικόνες που προσπαθούσε να δημιουργήσει το μυαλό τους ήταν πολύ
φτωχές, ώστε να μπορέσουν να “δουν” τι θα συναντούσαν εκεί. Η Πάτρα, με
το λιμάνι της, φάνταζε μεγαλούπολη και σε συνδυασμό με τη θέα των “γιγαντιαίων”
ατμόπλοιων, που περίμεναν το μεγάλο εκείνο ανθρώπινο ποτάμι, τους
έκανε να ονειρεύονται πράγματα, που δεν τα χώραγε ο νους.
Κανείς φυσικά από αυτούς τους καλοπροαίρετους “τυχοδιώκτες”
της ευτυχίας δε γνώριζε την έννοια και τη σημασία του λεγόμενου “Αμερικανικού
ονείρου”, αφού το μόνο που λαχταρούσαν ήταν ν’ αποκτήσουν όσα είχαν
στερηθεί. Χρήματα, πλούσιο φαγητό, σπίτι με ανέσεις, όμορφα ρούχα,
“κοινωνική” καταξίωση. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που σήμαινε στην πραγματικότητα
αυτή η φράση.
Το “Αμερικανικό όνειρο” ήταν η ευρέως διαδεδομένη
στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής “φιλοσοφία”, που θεωρούσε ότι
μέσω της σκληρής εργασίας, του θάρρους και της αποφασιστικότητας, ο
οποιοσδήποτε μπορεί να “αποκτήσει” την ευημερία (ο ορισμός αυτός
συνδέεται συχνά με την ηθική των Διαμαρτυρομένων – Προτεσταντών).
Με άλλα λόγια, αυτές ήταν οι αξίες των πρωτοπόρων μεταναστών, που διέσχισαν
πρώτοι τις αμερικανικές πεδιάδες προερχόμενοι από τη γηραιά ήπειρο.
Το τι σημαίνει τελικά το “Αμερικανικό όνειρο” είναι
ένα ερώτημα, που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Η ιστορία του και η προέλευσή
του ξεκινά από τη ριζική αλλαγή στα μοντέλα διακυβέρνησης και της οικονομίας
και γενικά τη διαφοροποίηση από τα πρότυπα που υπήρχαν μέχρι τότε
στον “παλαιό κόσμο”.
Η πρωτόγνωρη ελευθερία αφενός και η δυνατότητα
για ταχύτατη οικονομική και κοινωνική καταξίωση του εργαζόμενου
αφετέρου, προσδιόριζαν ένα νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο στην
πολιτική δομή του νέου κράτους, που προήλθε από τη συνένωση δεκάδων
μικρών κρατιδίων.
Ουσιαστική συμβολή στη διαμόρφωση της κρατικής οντότητας
των Ηνωμένων Πολιτειών και κατ’ επέκταση του “ονείρου”, από την πλευρά
της πολιτικής επιστήμης, είχαν οι θεωρίες του άγγλου φιλόσοφου Τζον
Λοκ (1632-1704), ιδρυτή της βρετανικής εμπειριοκρατίας. O Λοκ συνόψισε
το Διαφωτισμό στο ενδιαφέρον του για τη μεσαία τάξη, το δικαίωμα στην
ελευθερία της συνείδησης και στην ιδιοκτησία, στηριζόμενος στην πίστη
του προς την επιστήμη και την εμπιστοσύνη στην “έμφυτη” καλοσύνη της
ανθρωπότητας.
Η πολιτική των κυβερνητικών ελέγχων και των ισορροπιών,
που σκιαγραφήθηκε στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθορίστηκε
από τα διδάγματα του Άγγλου φιλόσοφου, όπως η αναφορά στο δόγμα ότι
“η επανάσταση σε μερικές περιστάσεις είναι όχι μόνο δικαίωμα αλλά
και υποχρέωση”. Σύμφωνα με τον Λοκ, η αναπόφευκτη αναζήτηση της ευτυχίας
και της ευχαρίστησης όταν κατευθύνεται λογικά οδηγεί στη συνεργασία,
με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα να συμπίπτει η προσωπική ευτυχία και
η κοινωνική ευημερία.
Σε κάθε περίπτωση, η επιρροή του Λοκ στη φιλοσοφία
και την πολιτική θεωρία ήταν σημαντικότατη.
Πέραν όμως από τη θεωρία, οι αναξιοποίητοι τεράστιοι
φυσικοί πόροι της Αμερικής επέτρεψαν – πάντα με λίγη τύχη – τη δημιουργία
επικερδών επιχειρήσεων.
Η βιομηχανική επανάσταση έφερε τεράστια κέρδη
από την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων, με ανυπολόγιστο κόστος για
το περιβάλλον μειώνοντας δραματικά, τα μεγάλα κοπάδια από βίσονες,
τα δάση, αλλά και τους ιθαγενείς Αμερικανούς (Ινδιάνους).
Επίσης, το κυνήγι του χρυσού στην “άγρια δύση” έλαβε
επικές και μυθικές διαστάσεις. Ήταν ένα σημαντικό μέρος του “ονείρου”,
που συνέβαλε στην κατά μεγάλα κύματα είσοδο επίδοξων ευρωπαίων χρυσοθήρων,
οι οποίοι κατέκλυσαν τη χώρα το 18ο και το 19ο αιώνα.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι ήρθαν στην Αμερική
για να ξεφύγουν από μια άσχημη ζωή με δύσκολες οικογενειακές συνθήκες
διαβίωσης. Θέλησαν ν’ αγκαλιάσουν την υπόσχεση της οικονομικής ασφάλειας
και της συνταγματικής ελευθερίας, που είχαν ακούσει ότι τόσο “απλόχερα”
τους παρείχε το “υπερκράτος” των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μια άλλη οπτική γωνία της μεταναστευτικής φιλοσοφίας,
ήταν και το γεγονός, ότι στις αρχές του 20ου αιώνα σημαντικές προσωπικότητες
βιομηχάνων έγιναν το νέο πρότυπο του “ονείρου”. Για παράδειγμα, πρότυπο
έγιναν οι μεγάλοι αμερικανικοί κεφαλαιοκράτες της εποχής, Andrew
Carnegie, John D. Rockefeller κ.α. Αυτή η γρήγορη απόκτηση μεγάλου πλούτου
έδειχνε το δρόμο. Το ταλέντο, η εξυπνάδα, η προθυμία για εξαιρετικά
σκληρή εργασία ήταν η εγγύηση, τουλάχιστον, για μια μέτρια επιτυχία.
Η νέα πατρίδα έδειχνε τη βασική διαφορά από την
παλαιά παγκόσμια κοινωνική δομή των απαρχαιωμένων μοναρχιών και των
μεταφεουδαρχικών οικονομιών της Ευρώπης, οι οποίες καταπίεζαν σκληρά
την τάξη των αγροτών με τα υψηλά επίπεδα φορολογίας ακρωτηριάζοντας
κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη.
Η Αμερική, λοιπόν, “χτίστηκε” από τους καταπιεσμένους
Ευρωπαίους, που ήσαν συνειδητά αντίθετοι σε τέτοιους περιορισμούς.
Εκεί, θεώρησαν ότι υπήρχε μια ελπίδα, θολή έστω, για ισότητα.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μιλώντας για το αμερικανικό
όνειρο στην πιο σημαντική ομιλία του, είχε πει: “Ας μην συγκινούμαστε
από την απελπισία, φίλοι μου. Και αν είμαστε αντιμέτωποι τώρα με τις
δυσκολίες του σήμερα και του αύριο, εγώ πάντα έχω ένα όνειρο. Είναι
ένα όνειρο βαθιά ριζωμένο μέσα στο αμερικανικό όνειρο...”