Σαν
ώριμο φρούτο, μιας μακράς πορείας, ήρθε η απόφαση του Δ.Σ. του ιστορικού μας
Συλλόγου «Αναγέννηση» της Ακράτας, να ανεβάσει τη φετινή θεατρική σεζόν
το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Η αυλή των θαυμάτων, με
έναν επαγγελματία σκηνοθέτη, τον Κώστα Φαρμασώνη.
Αν
υπήρχε μια φράση που να χαρακτηρίζει την παράσταση της Αναγέννησης, θα ήταν:«Παράσταση
μπουνιά στο στομάχι». Αυτό ένιωσαν μετά το τέλος της παράστασης οι
θεατές φεύγοντας από την αίθουσα του συλλόγου. Τα βουρκωμένα μάτια, ο
ομολογημένος από πολλούς «κόμπος στο στομάχι», η διάχυτη συγκίνηση.
Θα
παραβλέψω τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια, τα σφιχταγκαλιάσματα, τα αυθόρμητα και τα
από καρδιάς λόγια προς όλους ανεξαιρέτως τους ερασιτέχνες ηθοποιούς που
συμμετείχαν. Άξιζαν και με το παραπάνω τα θετικά μας σχόλια. Θα μείνω στη μία
ανάσα όλων μας. Ένιωθες τη βουβή ανάσα του κόσμου δίπλα σου εναρμονισμένη με τη
δική σου. Όλοι είχαμε το ίδιο καρδιοχτύπι. Ίσως γιατί είμαστε το ίδιο
απογοητευμένοι, οργισμένοι και ευάλωτοι αυτή την εποχή. Ίσως γιατί μπήκαμε κι
εμείς, σαν τους πρωταγωνιστές του έργου, στη μακριά πορεία των ανθρώπων που
περπατάνε χωρίς προορισμό στο αύριο.
Συνήθως
στις ερασιτεχνικές παραστάσεις νιώθουμε ένα είδος αμηχανίας, που οφείλεται στη
λανθασμένη σκηνοθετική προσέγγιση, στην ελλιπή απόδοση των ρόλων, σε ατέλειες
της παράστασης. Στη συγκεκριμένη παράσταση, τα συναισθήματα των θεατών ήταν
πολύ ξεκάθαρα και έντονα. Οι εικόνες ευδιάκριτες. Οι ρόλοι σμιλεμένοι
στην εντέλεια, με σεβασμό στην απειρία τού ερασιτεχνισμού και με έξοχο
αποτέλεσμα στους έμπειρους γνωστούς υπόπτους του ακρατινού θεάτρου.
Θα
σταθώ στη σκηνοθεσία. Αυτή ανέβασε το έργο ψηλά. Τόσο ψηλά μέχρι εκεί που είχε
τοποθετηθεί ο Ιορδάνης για να ονειρεύεται ανενόχλητος, να συνομιλεί με τ’ άστρα
και να διαφυλάττει το όνειρό του ως το τέλος του έργου. Ψηλά, σε ένα πατάρι, με
σήμα κατατεθέν ένα ταπεινό γλαστράκι με βασιλικό στον ίσκιο της σημαίας. Η
σκηνοθετική ματιά ανέδειξε σύγχρονα νοήματα. Ο έμπειρος σκηνοθέτης, σαν
χρυσοθήρας άντλησε από τα κοιτάσματα της νεότερης θεατρικής δραματουργίας το πραγματικό
χρυσάφι. Δεν έμεινε στο θέμα μετανάστευση, Ελλάδα, χαρακτήρες, που πλάθει
μοναδικά με την πένα του ο Καμπανέλλης. Ανέδειξε επίκαιρες, κι όσο ποτέ άλλοτε
αληθινές καταστάσεις, όχι για τους λίγους αλλά για όλους μας.
Είναι
που οι «δύστυχοι καιροί» έχουν κλέψει την προσοχή, το συναίσθημα και τη σκέψη
μας. Γι’ αυτό νιώσαμε τόσο βαθιά τα όσα μας είπε ο Καμπανέλλης. Γι’ αυτό, αν
μας δινόταν η δυνατότητα, θα σπρωχνόμασταν όλοι μας να τυλιχτούμε με τη σημαία,
τρόπαιο και φυλακτό του ήρωα Στέλιου, για να ζεστάνουμε την πονεμένη μας ψυχή,
να πάρουμε κουράγιο από την αποκαθήλωση του ιερού πανιού, που ο νεκραναστημένος
έλληνας το φυγαδεύει προς άγνωστη κατεύθυνση για να το προστατέψει και να μη το
ξεπουλήσουν κι αυτό τα ντόπια αρπακτικά όρνεα.
Θα
θέλαμε να ήμαστε κομμάτι εκείνης της αυλής, της παλιάς γειτονιάς, με τα μίση,
τις συμπάθειες, τις έχθρες, τους έρωτες, τις καθημερινές πράξεις ζωής, τις
ανατροπές. Μιας γειτονιάς που ανάθρεψε γενιές, συμπεριλαμβανομένης και της
δικής μου, που σαν διευρυμένη οικογένεια τα μέλη της γνώριζαν το ένα τα
σουσούμια του άλλου, αναμασούσαν την καθημερινότητα με τον πασατέμπο του
κουτσομπολιού, επενέβαιναν στην προσωπική ζωή, διέλυαν σχέσεις, προσπαθούσαν να
προφυλάξουν ή να περισώσουν τους παραστρατημένους, ακόμα και να γιατρέψουν τις
ανοικτές πληγές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ο συγγραφέας, έλεγε ο Άγγελος
Τερζάκης, είναι η φωνή του κόσμου, η ψυχή της κοινωνίας. Με την Αυλή
των Θαυμάτων, ο Καμπανέλλης κατόρθωσε να μιλήσει εξ ονόματος όλων μας.
Ο
Στέλιος πέφτει απ’ το νταμάρι και γίνεται αδελφοποιτός του αυτόχειρα
ηλικιωμένου, εν έτει 2012, στο Σύνταγμα. Ο Μπάμπης και η Βούλα μάταια
προσπαθούν να φύγουν για την Αυστραλία. Κουβαλούν τη βαλίτσα του σύγχρονου
εξαπατημένου από το πολιτικό σύστημα Έλληνα νεομετανάστη, που επαιτεί για δουλειά
κι αξιοπρέπεια στις αγορές του κόσμου. Η νεαρή ομορφούλα, με ένα περιοδικό τότε
στα χέρια, ονειρευόταν να διαπρέψει στον κινηματογράφο, σήμερα, με την
τηλεόραση φωτοδότη νέων χαλαρών ηθών, είναι η δίδυμη της νέας της εποχής μας,
που ονειρεύεται να γίνει σταρλετίτσα ή μανεκέν στις λαμπερές πασαρέλες του
εφήμερου τίποτα. Η εμβληματική φιγούρα του Ιορδάνη πάνω στο πατάρι, μακριά από
τα πάθη της αυλής, συνειδητά αποστασιοποιημένος, καμένος από τον ξεριζωμό,
παραμένει η φωνή της συνείδησης μιας κοινωνίας που παραπαίει.
Θα
μπορούσε ο καθένας από εμάς να είναι ένας χαρακτήρας του έργου. Διαλέγουμε και
παίρνουμε. Απ’ όλα έχει ο μπαξές του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς». Σαν την Αννετώ
που αποδομεί σχέσεις, δηλητηριάζει με μικρότητες και μετανιώνει ύστερα από το
φόβο της μοναξιάς. Σαν τη Μαρία, τη σύζυγο του ναυτικού, που ψάχνεται να
γεμίσει τα κενά της ύπαρξής της.
Είναι
γιατί, όλοι μας διαμορφώσαμε το χαρακτήρα μας σε αντίξοες κοινωνικές συνθήκες,
σε ένα κράτος παράλυτο, σε μια πατρίδα που ζητά από τα παιδιά της να την
προστατέψουν, ενώ η ίδια τα αφήνει ξεκρέμαστα. Κι ο νους μας τρέχει στον νεαρό
Γιάννη, που σαν μικρό γλαρόνι φοβάται να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει
πίσω απ’ τ’ όνειρο της αυτοπραγμάτωσης.
Σε
μια χώρα που τα όνειρα των παιδιών της έχουν διάρκεια όσο η φλόγα ενός σπίρτου,
που σβήνει κι αυτή με την έλευση της κορδέλας της αντιπαροχής. Μιας διαδικασίας
που απ’ το 50 και μετά μετέτρεψε τις ιστορικές μας πόλεις σε τερατουπόλεις,
αποδομώντας ταυτόχρονα την κοινωνική οργάνωση και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τελικά,
άξιζε ο κόπος τόσων μηνών εξαντλητικής πρόβας στη χειμωνιάτικη μοναχική Ακράτα
από τους ερασιτέχνες όχι μόνο της Ακράτας αλλά του Αιγίου και της Αιγείρας,
καθώς συμμετείχαν και ηθοποιοί από άλλες θεατρικές ομάδες. Το
θέατρο είναι μια συλλογική προσπάθεια.