26.2.07

26-2-2007: Η ζωή και το έργο τού Σπύρου Περεσιάδη

 Όπως τα “είδε” και μας τα αφηγήθηκε η Τασία Ευσταθίου
Μί­α πο­λύ ση­μα­ντι­κή ο­μι­λί­α διάρ­κειας πλέ­ον της ώ­ρας, που κάλ­λι­στα το περιεχόμενό της θα μπο­ρού­σε να γί­νει και βι­βλί­ο, είχα­με την ευ­και­ρί­α να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με στις 26 Φε­βρουα­ρί­ου 2007 στη Δη­μο­τι­κή βι­βλιο­θή­κη της Πά­τρας.
Η Τα­σί­α Ευ­στα­θί­ου με α­φορ­μή τη ζω­ή και το έρ­γο του Σπύ­ρου Πε­ρε­σιά­δη, έ­κα­νε μια ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη κα­τα­γρα­φή γε­γο­νό­των συ­νο­δευ­μέ­νων α­πό έ­να πλού­σιο ο­πτι­κο­α­ου­στι­κό υ­λι­κό και πέ­τυ­χε να «τα­ξι­δέ­ψει» το πο­λυ­πλη­θές α­κρο­α­τήριο σε “χρόνους παλαιούς”, παρουσιάζο­ντας με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο μια πο­λύ­πλευ­ρη και ση­μα­ντι­κή πτυ­χή της Το­πι­κής (Α­κρα­τι­νής και ό­χι μό­νο) Ι­στο­ρί­ας που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην περί­ο­δο της ζω­ής του τυ­φλού «δρα­μα­τουρ­γού» της Γκόλ­φως….
Ε­παι­νε­τι­κή, για την ο­μι­λή­τρια η ο­ποία κα­ταχει­ρο­κρο­τή­θη­κε και η προ­σφώ­νη­ση – α­πο­φώ­νη­ση που έ­γι­νε α­πό την κ. Μα­ρί­α Κα­ρε­λά μέ­λους Δ.Σ. της ε­ται­ρεί­ας Λο­γο­τε­χνών Ν.Δ. Ελ­λά­δος και α­ντι­προέδρου της Ε­ται­ρεί­ας Ελ­λη­νο­ϊ­τα­λι­κής Φι­λί­ας και Έ­ρευ­νας “Ού­γκο Φό­σκο­λο”.
Ακολουθούν μικρά αποσπάσματα από τη διάλεξη της κυρίας Ευσταθίου
Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι, …
Ευ­χα­ρι­στώ τους αν­θρώ­πους του Το­μέ­α Παι­δεί­ας και Πο­λι­τι­σμού της Νο­μαρ­χια­κής Αυ­το­διοί­κη­σης Α­χα­ΐ­ας που με συ­μπε­ριέ­λα­βαν στον κύ­κλο των ο­μι­λη­τών του Α­να­γνω­στη­ρί­ου της Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης Πα­τρών. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά με­γά­λη μου τι­μή να βρί­σκο­μαι α­νά­με­σα σε αν­θρώ­πους των Γραμ­μά­των, του πο­λιτι­σμού και απ’ ό­τι βλέ­πω του θε­ά­τρου. Ευελ­πι­στώ με την α­πο­ψι­νή μου ει­σήγη­ση να α­ντα­πο­κρι­θώ στις υ­ψη­λού ε­πι­πέ­δου πα­ρου­σιά­σεις που πραγ­μα­το­ποιεί­τε σε αυ­τόν τον χώ­ρο.
Ε­πέ­λε­ξα να μιλή­σω α­πό­ψε για τον τυ­φλό δρα­μα­τουρ­γό και ποι­η­τή της α­χα­ϊ­κής γης, Σπυ­ρί­δωνα Πε­ρε­σιά­δη. Η κοι­νή κα­τα­γω­γή μας α­πό την Α­να­το­λι­κή Αι­γιά­λεια στοι­χεί­ο που μας ε­νώ­νει. Σα δη­μιουρ­γός κι ε­γώ νιώ­θω το σφι­χτα­γκά­λια­σμα α­ό­ρα­των και μυ­στη­ριω­δών ι­στών να με συν­δέ­ουν άρ­ρη­κτα με το δη­μιουρ­γό της Γκόλ­φως. Ιστοί πο­τι­σμέ­νοι στο με­λά­νι της έ­μπνευ­σης που πη­γά­ζει α­βί­α­στα α­πό τού­τον τον Α­χαιό τό­πο, τον ευ­λο­γη­μέ­νο α­πό τη φύ­ση και την α­γκα­λιά Θε­ών και η­μι­θέ­ων. Πα­ρό­λο που μας χω­ρί­ζει έ­νας αιώ­νας πε­ρί­που δη­μιουρ­γί­ας, ό­λο αυ­τόν τον και­ρό που ψα­χού­λευα τη ζω­ή του στα σε­ντού­κια της μνή­μης αν­θρώ­πων αλ­λά και στις σε­λί­δες βι­βλί­ων, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ό­τι αυ­τός ο τό­πος μπο­ρεί να ε­μπνέ­ει, μπο­ρεί να κά­νει τις καρ­διές να σκιρ­τούν και να κι­νη­το­ποιεί την πέ­να να αφή­σει το α­πο­τύ­πω­μά της στο χαρ­τί.
Θέ­λο­ντας να σκια­γρα­φή­σω τον Σπυ­ρί­δω­να Πε­ρε­σιά­δη, συ­νει­δη­τά θα ε­ντά­ξω το δη­μιουρ­γό και το έρ­γο του στην το­πο­γε­ω­γρα­φί­α της α­χα­ϊ­κής γης. Με α­πα­σχό­λη­σε ό­λο αυ­τόν τον και­ρό της με­λέ­της του αρ­χεί­ου του, το ι­στο­ρι­κό της πλαί­σιο και βέ­βαια το οι­κο­νο­μι­κο­κοι­νω­νι­κό συ­γκεί­με­νο μέσα στο ο­ποί­ο ο συγ­γρα­φέ­ας με­γά­λω­σε, έ­χτι­σε την προ­σω­πι­κό­τη­τά του και δημιούρ­γη­σε.
Στα α­λή­θεια, η έ­ρευ­να για τον άν­θρω­πο αυ­τόν, που σφρά­γι­σε με το έρ­γο του το νε­ο­ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο πα­ράλ­λη­λα ό­μως και την ποί­η­ση, έ­χει ση­μειώ­σει μι­κρά βή­μα­τα. Μπο­ρεί οι με­λε­τη­τές του έρ­γου του να δια­φω­νούν για τη χρο­νο­λο­γί­α γέν­νη­σής του, για το αν υ­πα­γό­ρευε ό­λα του τα θε­α­τρι­κά έρ­γα ή αν τα έ­γρα­φε με τον δι­κό του ι­διό­τυ­πο τρό­πο, ό­λοι ό­μως συμ­φω­νούν στο τε­λευ­ταί­ο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φί­ας του. Ο Πε­ρε­σιά­δης ά­φη­σε πί­σω του έρ­γο σπου­δαί­ο.
Η προ­σφο­ρά του στα Γράμ­μα­τα εί­ναι σή­με­ρα α­διαμ­φι­σβήτη­τη κλη­ρο­δο­τώ­ντας μας πλου­σιό­τα­το και πο­λύ ση­μα­ντι­κό συγ­γρα­φι­κό έρ­γο. Βα­θιά μέ­σα μου πι­στεύ­ω ό­τι  θα έρ­θει ο και­ρός που το συγ­γρα­φι­κό του έρ­γο θα α­πο­τι­μη­θεί κα­λύ­τε­ρα μπαί­νο­ντας σε μια άλ­λη βά­ση με­λέ­της. Ο ποι­η­τής θα πάρει τη θέ­ση που ε­πά­ξια του α­νή­κει στο χώ­ρο της πνευ­μα­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Ο Γρ. Ξε­νό­που­λος σε δη­μο­σί­ευ­μα της ε­φη­με­ρί­δος «ΚΑ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΙ­ΝΗ» (10-1-1920) με το ψευ­δώνυ­μο Πα­λη­ός γρά­φει: «….Πα­ρευ­ρέ­θην εις τας πρώ­τας της «Γκόλ­φως», «Σκλά­βας» και της «Ε­σμέ της Τουρ­κο­πού­λας» του Πε­ρε­σιά­δου. Κα­θε­μί­α  ή­το και έ­νας α­λη­θι­νός θρί­αμ­βος…. Εις το έρ­γον του Πε­ρε­σιά­δου, ευ­ρί­σκο­νται δραμα­τι­καί σκη­ναί τό­σο γνή­σιαι και πρω­τό­τυ­παι ώ­στε ν’ α­πο­ρεί κα­νείς πως ο ποι­η­τής αυ­τός δεν συ­γκα­τα­λέ­γε­ται με­τα­ξύ των με­γα­λυ­τέ­ρων δρα­μα­τι­κών του αιώ­νος…».
Με­λε­τώ­ντας την ι­στο­ρί­α της ε­πο­χής στο με­ταίχ­μιο του 19ου προς 20ου αιώ­να, ει­λι­κρι­νά σας εκ­μυ­στη­ρεύ­ο­μαι ό­τι βρέ­θη­κα σε δύ­σκο­λη θέ­ση. Πώς να α­πο­κα­λέ­σω τον Σπυ­ρί­δω­να Περε­σιά­δη; Θε­α­τρι­κό συγ­γρα­φέ­α ή ποι­η­τή; Με ποια ι­διό­τη­τα απ’ ό­λες να τον προσφω­νή­σω; Του γραμ­μα­τέ­α, του δα­σκά­λου, του σκη­νο­θέ­τη, του η­θο­ποιού, του καλ­λι­τέ­χνη, του δη­μο­σιο­γρά­φου, του πνευ­μα­τι­κού αν­θρώ­που, του δρα­μα­τουρ­γού ή του ποι­η­τή; Με ποια απ’ ό­λες θα τον θυ­μό­μα­στε; Ελ­πί­ζω με­τά το τέ­λος της παρου­σί­α­σής μου ο κά­θε α­κρο­α­τής να φύ­γει α­πό αυ­τήν ε­δώ την αί­θου­σα με τη δική του αί­σθη­ση μα πά­νω απ’ ό­λα με ε­κεί­νη την ε­πί­γνω­ση του ό­τι ο Πε­ρε­σιά­δης ή­ταν πά­νω απ’ ό­λα έ­νας γνή­σιος πνευ­μα­τι­κός δη­μιουρ­γός.
Ο Α­χαιός δη­μιουρ­γός γεν­νή­θη­κε στο Με­σορ­ρού­γι Νω­νά­κρι­δας το 1854. Το χω­ριου­δά­κι, στο ο­ποί­ο έ­κα­νε τα πρώτα του βή­μα­τα δεν α­πο­τε­λεί τί­πο­τα άλ­λο α­πό έ­ναν α­πέ­ριτ­το οι­κι­σμό, μια κεχρι­μπα­ρέ­νια χά­ντρα στο κο­μπο­λό­ι των ο­ρει­νών οι­κι­σμών που σή­με­ρα α­νή­κουν στο Δή­μο Α­κρά­τας.
Σε αυ­τό το πα­νέ­μορφο κα­τα­πρά­σι­νο Κλου­κι­νο­χώ­ρι πέ­ρα­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια ο ποι­η­τής. Μεγά­λω­σε σε μια πο­λυ­με­λή οι­κο­γέ­νεια στο πα­τρι­κό του σπί­τι με τα άλ­λα τρί­α α­δέλ­φια του. Πη­γαί­νει στο ί­διο χω­ριό Δη­μο­τι­κό Σχο­λεί­ο και κα­τε­βαί­νει ύ­στε­ρα στο Σχο­λαρ­χεί­ο στην Α­κρά­τα. Με­τα­βαί­νει στα Κα­λά­βρυ­τα για να δε­χτεί τις γυ­μνα­σια­κές σπου­δές και να α­πο­φοι­τή­σει α­πό το ε­κεί Γυ­μνά­σιο.
Στα δώ­δε­κά του χρό­νια παί­ζο­ντας το ο­μα­δι­κό, δη­μο­φι­λές για την ε­πο­χή, παι­χνί­δι «κλί­τσι­κας», με τα παι­διά του χω­ριού, τραυ­μα­τί­ζε­ται α­πό το αιχ­μη­ρό ξύ­λο και στα­δια­κά τυ­φλώ­νε­ται α­πό το έ­να μά­τι. Και σαν να μην έ­φτα­νε αυ­τό, το χτύ­πη­μα της μοί­ρας ε­πα­νέρ­χε­ται α­δυ­σώ­πη­το, λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στα 1879, ό­που νε­α­ρός τό­τε συμ­με­τέ­χει σε μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση με ε­ρα­σι­τέ­χνες στην Α­κρά­τα. Το ό­πλο εκ­πυρ­σο­κρο­τεί και θραύ­σμα­τα κα­ψου­λιού λα­βώ­νουν α­νε­πανόρ­θω­τα και το άλ­λο του μά­τι. Με τα μέ­σα που διέ­θε­ταν οι για­τροί της Α­θή­νας μά­ταια προ­σπά­θη­σαν να ε­πα­να­φέ­ρουν την ό­ρα­ση του ά­τυ­χου 25χρο­νου νέ­ου, που στα­δια­κά ε­ξα­φα­νί­ζε­ται χω­ρίς ό­μως να σβή­νει και τις ει­κό­νες μιας ζω­ής που πάλ­λε­ται μέ­σα α­πό τις ζω­ντα­νές παι­δι­κές του μνή­μες κι  ε­νός ό­μορ­φου και ήρε­μου κό­σμου που πα­λεύ­ει την ε­πο­χή ε­κεί­νη να κά­νει το άλ­μα στην α­νά­πτυ­ξη με τα αρ­γά και στα­θε­ρά βή­μα­τα των φι­λερ­γα­τι­κών Α­χαιών κα­τοί­κων του. Ο τραυ­μα­τι­κός κα­ταρ­ρά­κτης θα ο­δη­γή­σει το νε­αρό σε ο­λι­κή τύ­φλω­ση και θα συγ­γρά­ψει το σύ­νο­λο του έρ­γου του ό­ντας τυ­φλός.
Μια άλ­λη πτυ­χή της πο­λυ­τά­λα­ντης προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, σί­γου­ρα, α­πο­τε­λεί και η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή του «κα­ριέ­ρα». Το 1891 ε­ξέ­δω­σε στην Α­κρά­τα, την ε­βδο­μα­διαί­α πο­λυ­γρα­φη­μέ­νη τε­τρα­σέ­λι­δη ε­φη­με­ρί­δα “Α­στρα­πή”, το α΄ δη­μο­σιο­γρα­φι­κό έ­ντυ­πο, το ο­ποί­ο κά­λυπτε τό­σο τα πο­λι­τι­κά ό­σο και τα πο­λι­τι­στι­κά τε­κται­νό­με­να της ε­πο­χής του.
Στην 22χρονη δη­μιουρ­γι­κή του πο­ρεί­α τα θε­α­τρι­κά κεί­με­να κα­τέ­χουν τη με­ρί­δα του λέ­οντος. Δέ­κα α­πό τα τυ­πω­μέ­να του έρ­γα του εί­ναι γραμ­μέ­να σε έμ­με­τρο λό­γο ε­νώ τέσ­σε­ρα σε πε­ζό λό­γο.
Οι με­λε­τη­τές του και οι κρι­τι­κοί θε­ά­τρου έ­χουν κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σει τα έρ­γα του σε κω­μει­δύ­λια και δρα­μα­τι­κά ει­δύλ­λια (Μαρ­γα­ρί­τα, Γκόλ­φω, Σκλά­βα, Νε­ρά­ι­δες, Προ­ε­στός του χω­ριού, Βα­σί­λισσα των Αν­θέ­ων, ο Μα­γε­μέ­νος Βο­σκός, Δι­πλά Στέ­φα­να) και σε πα­τριωτι­κά δρά­μα­τα (Ε­σμέ, Μόρ­φω, Χο­ρός του Ζα­λόγ­γου, Πάρ­γα, Πα­τρί­δα, Ε­θελο­ντής και η Α­νά­στα­σις που δεν γνω­ρί­ζου­με αν τυ­πώ­θη­κε, πα­ρό­λο που παί­χτηκε στο Δη­μο­τι­κό θέ­α­τρο Α­θη­νών το 1913).
Το έρ­γο του έ­νας πλου­σιό­τα­τος λε­ξιλο­γι­κός θη­σαυ­ρός που α­πο­τυ­πώ­νε­ται η α­πλο­ϊ­κή ζω­ή των ο­ρει­νών Αχαιών. Ο λε­κτι­κός του πλού­τος ε­νώ­νε­ται με το βου­η­τό του Κρά­θη κα­θώς ρο­βο­λάει τις κα­τη­φο­ριές των Α­ο­ρα­νί­ων,  ψι­θυ­ρί­ζει την πα­νάρ­χαια ι­στο­ρί­α τού­του του τό­που, σκύ­βει με σε­βα­σμό να α­κού­σει το θρό­ι­σμα των υ­πέρ­γη­ρων πλα­τα­νιών στο δρο­σε­ρό α­ε­ρά­κι, α­φου­γκρά­ζε­ται το πέ­ταγ­μα των α­ε­τών στις βα­θυ­πρά­σινες πηγ­μέ­νες στις κα­στα­νιές και στα έ­λα­τα κοι­λά­δες.

Ο Α­χαιός δη­μιουρ­γός ύ­μνη­σε μέ­σα α­πό το έρ­γο του ό­χι μό­νο την α­χα­ϊ­κή ύ­παι­θρο αλ­λά την ύ­παι­θρο μιας πα­τρί­δας που χά­νει αρ­γά και στα­δια­κά την πα­ρά­δο­σή της χω­ρίς δυ­στυχώς να έ­χει ί­χνος ε­νο­χής την ώ­ρα που ξε­που­λιέ­ται στο πα­ζά­ρι τη­λε­ο­πτι­κών εκ­πο­μπών. Το έρ­γο του δη­μιουρ­γού Πε­ρε­σιά­δη α­να­δει­κνύ­ει, αν μη τι άλ­λο, την ταυ­τό­τη­τα και την ι­στο­ρί­α του πο­λι­τι­σμού της κλει­στής α­γρο­τι­κής- ποι­με­νι­κής κοι­νω­νί­ας μιας αυ­θε­ντι­κής Ελ­λά­δας που τα ξέ­φτια της αιω­ρού­νται σή­με­ρα σε φολ­κλο­ρι­κές εκ­δη­λώ­σεις δή­μων και που μά­ταια πα­σχί­ζουν να α­να­βιώ­σουν. Οι ι­λου­στρα­σιόν ε­πε­τεια­κές φό­δρες της στα φε­στιβάλ «πα­ρα­δο­σια­κών χο­ρών και δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών» θέ­λουν να κρα­τή­σουν ζω­ντα­νή τη μνή­μη του πα­ρελ­θό­ντος, αλ­λά δυ­στυ­χώς, η ου­σί­α έ­χει χα­θεί. ...Ο Πε­ρε­σιά­δης πέ­θα­νε το 1918 α­πό «Ι­σπα­νι­κή γρί­πη» στην Α­θή­να. Ο συγ­γρα­φέ­ας της πο­λυ­παιγ­μέ­νης Γκόλ­φως κη­δεύ­τη­κε δη­μοσί­α δα­πά­νη....